Blues Music


Τα blues είναι ταυτόχρονα παράδοση και προσωπική έκφραση. Παραμένει η ίδια από την πρώτη στιγμή ύπαρξή της και αποτελεί την πιο αυθεντικό είδος μουσικής στην αμερικανική ιστορία. Έχει την πιο πλούσια ιστορία και τους πιο θρυλικούς καλλιτέχνες, μαζί με την jazz, ενώ αδιαμφισβήτητα αποτελεί την αφετηρία για τα περισσότερα είδη της μαύρης μουσικής.

Οι Μουσικές Ρίζες

Ας τα πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Το σίγουρο είναι ότι αυτή η μουσική απέκτησε το όνομά της στις αρχές του 20ου αιώνα, ενώ ήδη υπήρχε αρκετό καιρό πριν. Πολλοί λένε ότι τα blues βασίζονται στη μουσική που έφεραν μαζί τους οι σκλάβοι από τη Δυτική Αφρική στην Αμερική. Στη δική τους ήπειρο οι τραγουδοποιοί τους έφτιαχναν ιστορίες για την αγάπη, τους αρχηγούς, την οικογένεια και αυτή ήταν η παραδοσιακή τους μουσική, η οποία διέσχισε τον ωκεανό για να φτάσει στη Β. Αμερική. Άρα η αφρικανική τους προέλευση είναι δεδομένη, όπως και το γεγονός ότι αποτελούν την εξέλιξη των spirituals και των τραγουδιών που έλεγαν οι μαύροι σκλάβοι κατά τη διάρκεια της σκληρής δουλειάς στις φάρμες ή και της τιμωρίας τους από τους αφέντες τους.

Σκληρή εργασία στις βαμβακοφυτείες

Οι βάρβαρες και απάνθρωπες συνθήκες της δουλείας, δεν μπορεί να πει κανείς ότι δημιουργούσαν εύφορο έδαφος για την εξέλιξη οποιασδήποτε καλλιτεχνικής έκφρασης. Παρά λοιπόν τις δυσκολίες καλλιεργήθηκε η μουσική επικοινωνία, κυρίως για να κάνει τη ζωή των σκλάβων πιο υποφερτή. Τα τραγούδια  της δουλειάς και οι φωνές των χωραφιών, ήταν οι πιο κοντινοί πρόγονοι των blues. Ήταν τα μέσα για να αφηγηθούν ιστορίες, να θεραπευθούν από τις ατελείωτες ώρες μόχθου ή απλά  για να ξεθυμάνουν, κάτι που ήταν αδύνατο να συμβεί κάτω από συνθήκες στενής επιτήρησης. Το call-and-response χαρακτηριστικό (όταν ο τραγουδιστής λέει τους στίχους και οι υπόλοιποι τους επαναλαμβάνουν ή του απαντούν) της blues, αλλά και της gospel μουσικής μάλλον οφείλεται σε αυτή την πρωτόλεια μορφή. Η προσήλωση των blues σε πιο γήινες και καθημερινές καταστάσεις και αγώνες είναι πιθανό να έχει και αυτή τις ρίζες τις στα τραγούδια που ηχούσαν στις φυτείες βαμβακιού του Νότου.

Στα τέλη του 19ου αιώνα αυτά τα τραγούδια συναντήθηκαν με τα παραδοσιακά τραγούδια των Appalachians (ονομασία για την εθνότητα των πρώτων λευκών Ευρωπαίων αποίκων της περιοχής του νότου στη Β. Αμερική). Αν και οι φυλετικές διακρίσεις επικρατούσαν σε ακραία μορφή την εποχή της δουλείας των μαύρων, αυτό δεν εμπόδισε την αλληλεπίδραση μεταξύ των δύο ειδών μουσικής των σκλάβων και των αφεντών τους, όπως συνέβη και στα περισσότερα είδη της αμερικανικής μουσικής. Οι σκλάβοι γνώρισαν για πρώτη φορά από κοντά όργανα όπως το πιάνο και διάφορα έγχορδα, που δεν είχαν στην πατρίδα τους, αλλά που έμελλε να παίξουν κυρίαρχο ρόλο στη μουσική που θα δημιουργούσαν τους επόμενους αιώνες.

Οι εκκλησιαστικοί ψαλμοί είχαν σημαντικότατο ρόλο στη διαμόρφωση των blues. Η gospel μουσική έδωσε την ευκαιρία στην Αφρο-Αμερικανική κοινότητα να τραγουδήσει με ένταση. Οι αρμονίες και τα solo φωνητικά στυλ που ταυτίστηκαν με τη φωνητική μουσική, χάραξαν ανεξίτηλα τη μαύρη μουσική μέχρι και σήμερα, χωρίς να μένουν απ’ έξω και τα blues.

Τελικά, για να πάρει αναγνωρίσιμη μορφή αυτή η μουσική έπρεπε πρώτα η αφρο-αμερικανική κοινότητα να μεγαλώσει και να αποτελέσει σημαντικό μέρος του πληθυσμού του αμερικανικού Νότου.

Ο Ορισμός

Μεγάλοι bluesmen έχουν δηλώσει ότι η ουσία των blues είναι όταν ένας καλός άνθρωπος, νιώθει χάλια και ξεκινά να εξιστορεί όλες τις αναποδιές και τα βάσανα που του συμβαίνουν, μέσα από τη μουσική, για να τις ξορκίσει και να νιώσει καλύτερα. Και κατά μία έννοια ισχύει. Τα blues μεταφράζονται ως ‘οι μαύρες’ (sic) στα ελληνικά. Από τη μία έχουν τις ρίζες τους στη συναισθηματική κατάσταση που νιώθει κανείς όταν έρχονται κακοτυχίες, προδοσία και το να μετανιώνεις για κάτι που έκανες ή δεν έκανες, όταν χάνεις το ταίρι σου ή ένα αγαπημένο πρόσωπο. Σίγουρα έχουν να κάνουν με τις προσωπικές τραγωδίες και βάσανα, αλλά δεν είναι μόνο αυτό, η μουσική πηγαίνει πιο πέρα από τη χαμηλή αυτοεκτίμηση. Τα blues έχουν να κάνουν και με το να ξεπρνάς τις δυσκολίες και κακοτυχίες, να εκφράζεις αυτό που νιώθεις, να ξεφορτώνεσαι την απόγνωση και να περνάς καλά. Τα καλύτερα blues είναι ενστικτώδη, οδηγούν στην κάθαρση και διαθέτουν βαθιά συναισθήματα. Από την απερίγραπτη ευτυχία στη μαύρη θλίψη, δεν υπάρχει άλλη μουσική έκφραση με πιο αυθεντικό συναίσθημα.

Η Γεωγραφική Προέλευση

Τα blues μεγάλωσαν στο Mississippi Delta, η περιοχή πάνω από τη Νέα Ορλεάνη, η οποία ήταν και η γενέτηρά της jazz. Σε αντίθεση όμως με τη jazz, τα blues δεν εξαπλώθηκαν πολύ μακριά από το Νότο στην Κεντρική και Βόρεια Αμερική, τουλάχιστον μέχρι τα ’30s  ’40s. Μόλις τα blues του Delta άρχισαν από το Mississippi να ανεβαίνουν στις αστικές περιοχές, η μουσική εξελίχθηκε στα ηλεκτρικά blues του Chicago, αλλά και σε άλλα τοπικά είδη και jazz-blues υβρίδια. Η εξάπλωση των blues είχε ως κέντρα για τη μετεξέλιξή της εκτός από το Chicago, το Texas και μετέπειτα τους καλλιτέχνες που μετακόμισαν στη Δυτική Ακτή και συγκεκριμένα στην California, το Memphis, το St. Louis, τη Louisiana και το Kansas.

Μία δεκαετία περίπου αργότερα, τα blues θα γεννούσαν τα rhythm and blues και rock and roll.

Η Εξέλιξη

Προπολεμικά Blues

Χορός σε jukejoint του Mississippi

Μετά το τέλος του Αμερικάνικου Εμφυλίου, οι μαύροι είχαν ελάχιστες επιλογές διαβίωσης, δηλαδή είτε να σπάνε τη μέση τους με σκληρή δουλειά στις φυτείες ή να γίνουν περιπλανώμενοι καλλιτέχνες. Πολλοί διάλεξαν το δεύτερο και έπαιζαν θορυβώδη country χορευτική μουσική, σε γιορτές και στα λεγόμενα juke joints (κέντρα διασκέδασης ή αλλιώς ταβέρνες της μαύρης κοινότητας με μουσική, τζόγο και αλκοόλ). Αυτοί οι μουσικοί στηρίζονταν στη φυσική τους αντοχή και το ρεπερτουάρ τους που συμπεριλάμβανε πολλά blues τραγούδια, αν και μέχρι το 1912 δεν είχε εκδοθεί επίσημα κανένα του είδους, αφού κυριαρχούσε το ragtime.

Τα blues ή είδη που ήταν στενά συνδεδεμένες με αυτά, υπήρχαν ήδη καιρό και με διάφορες αναμίξεις, πριν από την περίφημη ανακάλυψή τους από τον W.C. Handy, που πρωτοάκουσε κάτι που τους έμοιαζε το 1892. Το γεγονός πάντως που επικρατεί ως λαϊκός μύθος συνέβη στο Tuwiler, Mississippi, το 1903, όταν ο Handy, ως μαέστρος μιας ορχήστρας, περίμενε το τρένο. Στην αυτοβιογραφία του ο γνωστός και ως Πατέρας των Blues, θυμάται να ακούει τον κιθαρίστα στο σταθμό που άρχισε να παίζει:

«Ο τραγουδιστής επαναλάμβανε το στίχο τρεις φορές, ενώ έπαιζε την κιθάρα του την πιο περίεργη μουσική που είχα ακούσει ποτέ μου. Ο ήχος χαράχθηκε στο μυαλό μου. Όταν ο τραγουδιστής σταμάτησε, έσκυψα και τον ρώτησα τι σήμαιναν οι στίχοι. Τα μάτια του έπαιξαν δείχνοντας ότι το διασκέδαζε. Ίσως θα έπρεπε να γνωρίζω, αλλά αυτός δε μου εξήγησε. Απλά τραγουδούσε, καθώς περίμενε το τρένα. Αυτό ήταν συνηθισμένο. Οι νέγροι του Νότου τραγουδούσαν σχεδόν για τα πάντα. Για τα τρένα τα ατμόπλοια, τις εύκολες γυναίκες, τα άγρια αφεντικά, τα πεισματάρικα μουλάρια – τα πάντα ήταν θέματα για τα τραγούδια τους. Συνοδεύουν τους εαυτούς τους με ο,τιδήποτε μπορεί να βγάλει μουσικό ήχο ή ρυθμό, από φυσαρμόνικα μέχρι τον τρίφτη για τα ρούχα».

Παρά τον τίτλο του «ο Πατέρας των Blues», ο Handy δεν τα εφηύρε. Ήταν απλά υπεύθυνος για το ότι τα έκανε γνωστά κατοχυρώνοντας και εκδίδοντας τις παρτιτούρες των blues συνθέσεων. Το «Memphis Blues» εκδόθηκε το 1912 και ήταν το πρώτο. Το «St. Louis Blues» που ακολούθησε το 1914, ήταν το πιο πετυχημένο του και ένα από τα πιο γνωστά οποιασδήποτε μουσικής για τον 20ο αιώνα, που ερμηνεύθηκε και ηχογραφήθηκε από αναρίθμητους jazz, blues και pop καλλιτέχνες. O Handy εξέδοσε και έγραψε άλλα παρόμοια τραγούδια, όπως το «Yellow Dog Blues» και το «Beale Street Blues» (ονομάστηκε από την περίφημη λεωφόρο της μαύρης κοινότητας στο Memphis).

Το «St. Louis Blues» μπορεί να μοιάζει περισσότερο με jazz απ’ ότι blues στους σύγχρονους ακροατές, αλλά αυτό είναι φυσικό αφού ο Handy προερχόταν από τα brass bands, που επηρέαζαν και τις παραγωγές του. Το ίδιο ακριβώς μπορεί να ειπωθεί και για τις πρώτες δημοφιλείς ηχογραφήσεις των ’20s, που κυρίως ερμήνευαν γυναίκες τραγουδίστριες με jazz μουσικούς, όπως ακριβώς ήταν και οι ηχογραφήσεις του Handy. Είναι φυσικό αυτοί οι δίσκοι να αντανακλούν μία πιο αστική και προσανατολισμένη προς την pop εκδοχή, από αυτές που θα άκουγε κανείς από τα στόματα και λαρύγγια των πρώτων blues ερμηνευτών του Νότου.

Η περίφημη Beale Street στο Memphis

Και όμως η αναμιξη του ragtime με τα blues του Handy και οι γυναίκες τραγουδίστριες κατάφεραν να τα καθιερώσουν ως το σημαντικότερο είδος της Αφρο-Αμερικάνικης και Αμερικάνικης λαϊκής μουσικής, κατά τη διάρκεια των ’20s. Εν ολίγοις από τα αλώνια μπήκαν στα σαλόνια. Παραστάσεις blues παρουσιάζονταν σε nightclubs όπως το Cotton Club και juke joints όπως τα μπαράκια της Beale Street στο Memphis. Αρκετές δισκογραφικές εταιρείες όπως οι American Record CorporationOkeh Records και Paramount Records, άρχισαν να ηχογραφούν κατά κόρον την Αφρο-Αμερικάνικη μουσική.

Όσο μεγάλωνε η μουσική βιομηχανία, οι country blues ερμηνευτές όπως οι Bo CarterJimmie Rodgers (country singer)Blind Lemon JeffersonLonnie JohnsonTampa Red και Blind Blake έγιναν γνωστοί στην κοινότητα των μαύρων. Ο γεννημένος στο Kentucky Sylvester Weaver ήταν ο πρώτος που το 1923 ηχογράφησε το slide guitar στυλ, στο οποίο η κιθάρα παίζεται με λεπίδα από μαχαίρι ή το λαιμό ενός μπουκαλιού δημιουργώντας ένα πιο συρτό ήχο. Αυτό το στυλ παιξίματος ήταν κυρίαρχο στα Delta blues. Οι πρώτες blues ηχογραφήσεις από τη δεκαετία των ’20s χαρακτηρίζονται από τα πιο παραδοσιακά, αγροτικά country blues και τα πιο εξευγενισμένα της πόλεως ή αλλιώς αστικά blues.

Οι country blues ερμηνευτές αυτοσχεδίαζαν πολύ συχνά, είτε χωρίς καμία συνοδεία από μουσικά όργανα είτε με μόνο μία κιθάρα ή ένα μπάντζο. Τοπικά είδη των country blues διέφεραν αρκετά μεταξύ τους στις αρχές του 20ου αιώνα. Τα (Mississippi) Delta blues ήταν ένα παραδοσιακό είδος που το χαρακτήριζαν η χαλαρότητα αλλά και τα παθιασμένα φωνητικά, συνοδευόμενα από slide κιθάρα. Ο Robert Johnson που ηχογράφησε πολύ λίγα τραγούδια, συνδύαζε στοιχεία αστικών και αγροτικών blues. Εκτός από το Robert Johnson, άλλοι σημαντικοί ερμηνευτές αυτού του στυλ ήταν οι προγενέστεροι του Charley Patton και Son House. Τραγουδιστές όπως οι Blind Willie McTell και Blind Boy Fuller ακολούθησαν την νοτιοανατολική «ευαίσθητη και λυρική» Piedmont blues παράδοση, η οποία χρησιμοποιούσε ένα περίτεχνο παίξιμο κιθάρας βασισμένο στο ragtime, ή αλλιώς την επονομαζόμενη fingerpicking τεχνική. Η Georgia διέθετε και αυτή μία πρώιμη παράδοση στο slide παίξιμο, με τους Curley WeaverTampa Red«Barbecue Bob» Hicks και James «Kokomo» Arnold ως τους σημαντικότερους εκπρόσωπους του είδους.

Τα αστικά blues ήταν πιο κωδικοποιημένα και πολύπλοκα, αφού ο ερμηνευτής δεν απευθυνόταν στη μικρή τοπική κοινότητά του, αλλά σε ένα μεγαλύτερο και ποικιλόμορφο κοινό με πολλά διαφορετικά γούστα. Οι κλασικές κυρίες των blues που πρωταγωνιστούσαν στις επιθεωρήσεις ήταν ιδιαίτερα δημοφιλείς στα ‘20s, μεταξύ αυτών και οι Mamie Smith, Gertrude «Ma» Rainey, Bessie Smith, και Victoria Spivey. Η Mamie Smith, αν και πιο πολύ των επιθεωρήσεων και όχι τόσο blues καλλιτέχνης, ήταν η πρώτη Αφρο-Αμερικανή που ηχογράφησε τα blues το 1920. Ο δεύτερος δίσκος της, «Crazy Blues», πούλησε 75,000 αντίτυπα τον πρώτο κιόλας μήνα. Η Ma Rainey, η «Μητέρα των Blues» και η Bessie Smith τραγουδούσαν μεσαίες για να ακούγονται μέχρι και στα πίσω καθίσματα των αιθουσών. Οι σημαντικότεροι bluesmen των πόλεων της εποχής ήταν οι Tampa Red, Big Bill Broonzy και Leroy Carr. Πριν το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Tampa Red εθεωρείτο ως ο «Μάγος της Κιθάρας».

Το boogie-woogie ήταν ένα πολύ σημαντικό είδος της δεκαετίας των ’30s και αρχών των ’40s για τα blues της πόλης. Αν και ορίζεται από το παίξιμο πιάνου solo, το boogie-woogie μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να συνοδεύσει τραγουδιστές και να εμφανίζεται ως σόλο μέρος σε ορχήστρες. Πρωτοπόροι του οι, μόνιμα εγκατεστημένοι στο Chicago, Jimmy Yancey και το Boogie-Woogie Trio (Albert Ammons, Pete Johnson και Meade Lux Lewis).

Μία ακόμη εξέλιξη της εποχής ήταν και η εμφάνιση των big band blues. Οι ορχήστρες που έπαιζαν σε γιορτές και νυχτερινά μαγαζιά λίγο πιο έξω από το Kansas City όπως αυτές του Benny MotenJay McShann και Count Basie Orchestra έπαιζαν κυρίως blues, όπως του Basie το «One O’Clock Jump» και το «Jumpin’ at the Woodside«. Ένα από τα πιο γνωστά big band blues κομμάτια είναι του Glenn Miller το»In the Mood«. Στα ’40s, αναπτύσσεται ένα νέο υποείδος τα jump blues, απόγονος του boogie woogie και με επιρροές από τη μουσική των big bands. Βασικά μουσικά όργανα ήταν το σαξόφωνο και άλλα πνευστά, ενώ η κιθάρα κρατούσε το ρυθμό για να δημιουργήσει ένα jazzy, γρήγορο ήχο και στομφώδη φωνητικά. Τα jump blues του Louis Jordan και του Big Joe Turner, από το Kansas City, οδήγησαν στη γένηση και ανάπτυξη των μετέπειτα ειδών όπως το rock and roll και τα rhythm and blues.

1950s

Η μετάβαση από τα blues της υπαίθρου σε αυτά της πόλης που ξεκίνησε τα ’20s, συνέβη εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, που ωθούσε τους μαύρους αγρότες να μεταναστεύουν στις αστικές περιοχές, ή αλλιώς την επονομαζόμενη Μεγάλη Μετανάστευση (Great Migration). Η μεγάλη ανάπτυξη που ήρθε με το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, δημιούργησε ένα δεύτερο κύμα μαζικής εσωτερικής μετανάστευσης των Αφρο-Αμερικανών (Second Great Migration), η οποία όμως συνοδεύθηκε και από μία σημαντική άυξηση τους εισοδήματος των μαύρων αστών. Οι νέοι μετανάστες συνιστούσαν πλέον μία νέα και αξιόλογη αγορά για μουσική βιομηχανία. Ο τίτλος race record αντικαταστάθηκε πλέον από το Rhythm and Blues, για να ορίσει τη μουσική τους. Η ταχύτατα αναπτυσσόμενη αγορά αντανακλούσε πλέον στα νεοσύστατα Rhythm and Blues Chart του περιοδικού Billboard που κατέγραφε τις αντίστοιχες πωλήσεις δίσκων και ακολούθησε η σταδιακή ηλεκτροποίηση (sic) μουσικών οργάνων, οι ενισχυτές και η κυριαρχία του blues ρυθμού. Η εντατική εμπορευματοποίηση της μουσικής των μαύρων επιφύλασσε αλλαγές για τη blues μουσική, που μαζί με τη jazz και τα gospel, ήταν τα βασικά συστατικά του R&B κύματος.

Μέσα στα ’50s, τα νέα ηλεκτρικά blues γίνονται το δημοφιλές είδος για πόλεις όπως ChicagoMemphisDetroit και St. Louis. Βασίζονται σε ηλεκτρικές κιθάρες, μπάσο κιθάρες, drums, φυσαρμόνικα που παιζόταν σε μικρόφωνο και ενισχυτές κιθάρας. Το Chicago έγινε το κέντρο αυτής της μουσικής από το 1948 και μετά, όταν ο Muddy Waters ηχογράφησε την πρώτη του επιτυχία «I Can’t Be Satisfied». Τα Chicago blues επηρεάστηκαν σε μεγάλο βαθμό από τα Mississippi blues, λόγω της μετανάστευσης πολλών εκπροσώπων από την περιοχή του Mississippi. Οι Howlin’ Wolf, Muddy Waters, Willie Dixon και Jimmy Reed είχαν όλοι γεννηθεί στο Mississippi και μετακόμισαν στο Chicago κατά τη διάρκεια του πρώτου μαζικού κύματος μετανάστευσης.

Κατά τη διάρκεια των ’50s, τα blues άσκησαν τεράστια επιρροή στη mainstream αμερικάνικη λαϊκή μουσική. Αν και το ύφος των δύο δημοφιλών καλλιτεχνών της Chess Records, Bo Diddley και Chuck Berry, είχε επηρεαστεί από τα Chicago blues, το ενθουσιώδες παίξιμό τους ξέφευγε από τη μελαγχολική οπτική των blues.

Τέλη των ’50s, ένα νέο είδος blues ανέτειλε στη Δυτική Πλευρά του Chicago, με πρωτεργάτες τους Magic Sam, Buddy Guy και Otis Rush στην Cobra Records. Ο ‘Ήχος της Δυτικής Πλευράς‘ είχε δυνατή ρυθμική υποστήριξη από κιθάρα, μπάσο κιθάρα και drums και τελειοποιήθηκε εκτός τον Guy και τους Freddie King, Magic Slim και Luther Allison was dominated by amplified electric lead guitar.

Άλλοι καλλιτέχνες όπως ο John Lee Hooker επηρεάστηκαν έμμεσα από το στυλ του Chicago. Τα blues του ήταν περισσότερο προσωπικά, βασισμένα στη βαθιά και άγρια φωνή του Hooker που συνόδευε η κιθάρα του. Χωρίς εμφανείς αναφορές στο boogie woogie, το «groovy» ύφος του χαρακτηρίζεται ως «guitar boogie».

Εκείνη την εποχή θα κάνουν εμφάνιση και τα swamp blues ένα είδος που αναπτύχθηκε κοντά στο Baton Rouge, με ερμηνευτές όπως τους Lightnin’ Slim, Slim Harpo, Sam Myers και Jerry McCain γύρω από τον παραγωγό J. D. «Jay» Miller και τη δισκογραφική εταιρεία Excello.

1960s & 1970s

Αρχές των ’60s, μουσικά είδη που επηρεάστηκαν άμεσα από την Αφρο-Αμερικάνικη μουσική, όπως τα rock and roll και η soul ήταν βασικά συστατικά της mainstream λαϊκής μουσικής. Λευκοί ερμηνευτές έφεραν τη μουσική των μαύρων σε νεοφώτιστα κοινά, τόσο στις Η.Π.Α όσο και στο εξωτερικό. Παρ’ όλ’ αυτά η δυναμική του blues κύματος που έφερε καλλιτέχνες όπως το Muddy Waters στο προσκήνιο ξαφνικά σταμάτησε. Bluesmen όπως οι Big Bill Broonzy και Willie Dixon άρχισαν να διερευνούν νέες αγορές στην Ευρώπη. Ο Dick Waterman και τα blues festivals που διοργάνωνε στην Ευρώπη έπαιξαν μεγάλο λόγο στην  εξάπλωση της μουσικής στο εξωτερικό. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, συγκροτήματα αντέγραφαν Αμερικανούς θρύλους των blues, ως αποτέλεσμα να αναδυθεί η βρετανική blues-rock σκηνή που θα έχει κυρίαρχο ρόλο, τη συγκεκριμένη δεκαετία αλλά και μετέπειτα.

Μεγάλοι καλλιτέχνες όπως οι John Lee Hooker και Muddy Waters συνέχισαν να εμφανίζονται μπροστά σε ενθουσιώδη κοινά, εμπνέοντας νέους καλλιτέχνες να βυθιστούν στα παραδοσιακά blues, όπως το Νεοϋορκέζο Taj Mahal. Ο John Lee Hooker εμπλούτισε το στυλ του με rock ήχους, παίζοντας με νέους λευκούς μουσικούς και δημιουργώντας ένα μουσικό ύφος που μπορεί κανείς να ακούσει στο album Endless Boogie, του 1971. Το βιρτουόζικο παίξιμο του B. B. King, του κέρδισε τον τίτλο του «Βασιλιά των Βlues». Ο γεννημένος στο Tennessee Bobby «Blue» Bland, όπως ο B. B. King, ανέμιξε τα blues και τα R&B είδη για να βγάλει μοναδικές μελωδίες. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου,οι Freddie King και Albert King έπαιζαν συχνά μαζί με rock και soul μουσικούς (Eric Clapton, Booker T & the MGs), μετεξελίσσοντάς τα.

Η μουσική των κινημάτων των Πολιτικών Δικαιωμάτων των μαύρων (Civil Rights) και Free Speech αναζωογόνησε το ενδιαφέρον για την αναζήτηση των ριζών της αμερικανικής μουσικής και φυσικά της πρώιμης Αφρο-Αμερικανικής μουσικής. Τόσο το φεστιβάλ του Jimmi Bass όσο και το Newport Folk Festival έφεραν τα παραδοσιακά blues σε νέα κοινά και αναβίωσαν το ενδιαφέρον για τα προπολεμικά ακουστικά blues και για τους εκπροσώπους τους.

Λευκοί ακροατές δείχνουν ενδιαφέρον στα blues κυρίως λόγο της Paul Butterfield Blues Band και της βρετανικής σκηνής, με συγκροτήματα όπως οι The Animals, Fleetwood Mac, John Mayall & the Bluesbreakers, The Rolling Stones, The Yardbirds και Cream και τον Ιρλανδό Rory Gallagher που ερμήνευαν κλασικά blues τραγούδια του Delta ή του Chicago. Πολλές από τις πρώτες επιτυχίες των Led Zeppelin ήταν επανεκτελέσεις των παραδοσιακών blues τραγουδιών.

Οι Βρετανοί και οι Αμερικανοί blues μουσικοί των αρχών της δεκαετίας των ’60s ενέπνευσαν αρκετούς Αμερικανούς  blues rock ερμηνευτές, συμπεριλαμβανομένου των Canned Heat, τους πρώτους Jefferson Airplane, Janis Joplin, Johnny WinterThe J. Geils BandRy Cooder, και The Allman Brothers Band. Ένας blues rock ερμηνευτής,ο Jimi Hendrix, ήταν σπάνιο είδος για το χώρο του εκείνη την εποχή: ένας μαύρος που έπαιζε psychedelic rock, όπως δεν το έπαιξε ποτέ κανείς.

Αρχές των ’70s, αναδύθηκε το Texas rock-blues, ένα είδος που είχε την κιθάρα ταυτόχρονα και για σόλο, αλλά και για να κρατάει το ρυθμό.

Από τα 1980s στα 2000s

Μέχρι τα ’80s, υπήρξε αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για τα blues μεταξύ μιας συγκεκριμένης μερίδας του Αφρο-Αμερικανικού πληθυσμού, ειδικά γύρω από το Jackson, του Mississippi και άλλων περιοχών στο μακρινό Νότο. Συχνά ορίζεται ως «soul blues» ή «Southern soul«, η μουσική που βρισκόταν στην καρδιά αυτού του κινήματος που έδωσε ζωή από την αναπάντεχη επιτυχία δύο ηχογραφήσεων στη δισκογραφική εταιρεία του Jackson, Malaco: το Down Home Blues του Z. Z. Hill και το The Blues is Alright του Little Milton. Σύγχρονοι Αφρο-Αμερικάνοι μουσικοί που ανήκουν σε αυτό το χώρο των blues είναι οι Bobby Rush, Denise LaSalle, Sir Charles Jones, Bettye LaVette, Marvin Sease και Peggy Scott-Adams.

Κατά τα ’80s, τα blues συνέχισαν τόσο σε παραδοσιακές όσο και σε σύγχρονες μορφές. Το 1986, το album Strong Persuader ανέδειξε το Robert Cray ως μεγάλο παίκτη της σύγχρονης σκηνής. Η πρώτη ηχογράφηση του Stevie Ray Vaughan, το Texas Flood, κυκλοφόρησε το 1983 και ο Τεξανός κιθαρίστας εκτοξεύθηκε στη διεθνές στερέωμα. Το 1989 ήρθε με μία αναβίωση της δημοτικότητας του John Lee Hooker με το album The Healer. ο Eric Clapton, γνωστός για τις ζωντανές εμφανίσεις με τους the Blues Breakers και τους Cream, επέστρεψε δριμύτερος στα ’90s με το album Unplugged, στο οποίο ακούγονται μερικά από τα κλασικότερα blues με ακουστική κιθάρα. Παρ’ όλ’ αυτά, αρχές των ’90s, η ψηφιακή τεχνολογία και νέες μέθοδοι marketing που συμπεριλαμβάνουν το video clip, αύξησαν τα κόστη και εξαφάνισαν τον αυθορμητισμό και τον αυτοσχεδιασμό, δύο απαραίτητα στοιχεία της blues μουσικής.

Στις δύο αυτές δεκαετίες, blues περιοδικές εκδόσεις όπως τα Living Blues και Blues Revue άρχισαν να κυκλοφορούν, ενώ στα μεγάλα αστικά κέντρα συστήνονταν blues κοινότητες, blues φεστιβάλ καθιερώθηκαν και άνοιξαν πολλά nightclubs και συναυλιακοί χώροι ειδικά για αυτή τη μουσική.

Σύγχρονοι blues καλλιτέχνες εξερευνούν όλα τα είδη των blues, από τα κλασικά του Delta μέχρι πιο rock blues, Καλλιτέχνες γεννημένοι μετά το 1970 όπως οι John MayerKenny Wayne ShepherdSean CostelloShannon Curfman, Anthony Gomes, Shemekia Copeland, Jonny Lang, Corey Harris, Susan Tedeschi, JW-Jones, Joe Bonamassa, Michelle Malone, North Mississippi Allstars, Everlast, The White Stripes, The Black Keys, Bob Log III, Jose P και Hillstomp εξελίσσοντας το δικό τους ύφος.Ο «Blues Boy Willie» του Memphis συνεχίζει να είναι ένας από τους ερμηνευτές των παραδοσιακών blues, πηγής αυθορμητισμού και ενέργειας.

Πηγές:

Allmusic.com Essays

All About Jazz

Stephen B. Pendrak Blues Music Web Page

Wikipedia

12 Replies to “Blues Music”

Σχολιάστε