Η Disco Απελευθέρωση του Dance Floor
Χώρος και χορός, δύο λέξεις που μοιάζουν οπτικά, αλλά και δύο έννοιες που συναντήθηκαν στην disco. Το παρεξηγημένο και ταυτόχρονα ένα από τα πιο πρωτοποριακά κινήματα στην ιστορία της μουσικής έδωσε νέο νόημα στους χώρους ως ασφαλή καταφύγια, ώστε τα σώματα να κινηθούν ρυθμικά μακριά από τους έμφυλους ρόλους και άνοιξε το δρόμο για νέα μουσικά είδη, θεμελιώνοντας τις αρχές της σύγχρονης χορευτικής μουσικής σκηνής.
Ως χώρος προϋπήρχε και ήταν αυτός όπου παιζόταν η ηχογραφημένη μουσική. Ως μουσικό είδος και χορός, θα γεννηθεί στο κέντρο της Νέας Υόρκης αρχές των ‘70s για να γίνει το κυρίαρχο soundtrack ολόκληρης της δεκαετίας. Η disco κουλτούρα θα συνεδεθεί στενά με αυτή των gay αντρών, ως εξέλιξη της εξέγερσης στο Stonewall το 1969, θα φτάσει στο απόγειό της όταν η mainstream λευκή ετεροκανονικότητα θα το καπελώσει πολιτιστικά και εμπορικά με την ταινία Saturday Night Fever το 1977 και θα καταπνιγεί βίαια στο ομοφοβικό, ρατσιστικό και σεξισιστικό παραλήρημα της Disco Demolition Night, όταν λευκοί Αμερικανοί, ροκάδες θα καταστρέψουν τα disco – και όποιο άλλο είδος προερχόταν από Αφροαμερικανούς – βινύλια στο Comiskey Park του Chicago το 1979.
Ωστόσο το αφήγημα αυτό αφήνει απ’ έξω – όπως σημειώνει ο Tim Lawrence – το γενικότερο πνεύμα πολιτικο-κοινωνικού αναβρασμού της χορευτικής κουλτούρας των 70s, που απαιτεί μία ανοικτή, ελεύθερη, διαπολιτισμική κοινότητα ισότητας. Έως εκείνη την εποχή το χορευτικό κοινό ασφυκτιά με τους αυστηρούς, ετεροκανονικούς, πατριαρχικούς κανόνες του “κοινωνικού χορού”: επιτρέπεται μόνο μεταξύ ετεροφυλόφιλων, είναι λόγος σύλληψης μεταξύ ομόφυλων, το αρσενικό ηγείται πάντα και η πρέπουσα αναλογία στην πίστα είναι τουλάχιστον μία γυναίκα για κάθε τρεις άντρες. Παράλληλα, το ίδιο κοινό – στην πλειοψηφία του – ασπάζεται το ουράνιο τόξο των αντικομφορμιστικών κοινωνικών κινημάτων των ‘60s , αναζητά τις πολιτισμικές δυνατότητές τους, καταφεύγει σε νέα safe spaces και διαμορφώνει νέες υβριδικές συλλογικότητες. Σε αυτό το ανανεωμένο σκηνικό και κάτω από την ομπρέλα της disco θα αλλάξουν οι χορευτικές συνήθειες και θα ακυρωθούν όλα εκείνα τα στοιχεία ταυτότητας που εμποδίζουν την ελεύθερη, αυθεντική έκφραση των χορευτών: φύλο, σεξουαλικότητα, φυλή, τάξη. Άλλωστε και ως μουσική, θα είναι το είδος που θα κληρονομήσει τα μηνύματα των κινημάτων των 60s για αγάπη, σεξουαλική απελευθέρωση και ισότητα, προσδίδοντάς τους έντονο ερωτισμό με τον 4/4 ρυθμό που δονεί και απελεθερώνει το σώμα από τα έμφυλα δεσμά του. Έτσι χορεύτριες και χορευτές θα μεταμορφωθούν σε πρωταγωνιστές ενός ριζοσπαστικού, queer τελετουργικού που θα επιστρέψει στο σώμα το χαμένο του αισθησιασμό και συναίσθημα.

The Loft
Στο βιβλίο Last Night a DJ Saved My Life, οι Brewster & Broughton, θα αναφέρουν ότι “Αν η disco έχει άγγελο, τότε είναι η φιγούρα του David Mancuso. Αν έχει τόπο γέννησης τότε είναι το club Loft”. Το Loft και κατοικία του Mancuso, ανήμερα του Αγίου Βαλεντίνου το 1970 θα φιλοξενήσει το Love Saves the Day και το πρώτο από μία σειρά parties. Σε αυτά θα συναντηθούν πολλά διαφορετικά στοιχεία: η παράδοση του rent party του Harlem των ‘20s, όπου οι ένοικοι προσκαλούσαν μουσικούς και γειτονιά για να διασκεδάσουν και να τσοντάρουν στο νοίκι, η λατρεία της υψηλής απόδοσης ήχου, τα πειραματικά LSD parties του Timothy Leary και τα gay liberation, civil rights, φεμινιστικά και αντιπολεμικά κινήματα, των οποίων φυσικά ο Mancuso ήταν υπέρμαχος. Άφρο και Λατινοαμερικάνοι gay άντρες, λεσβίες και straight ήταν η σύσταση ενός ετερόκλητου κοινού, αφού όπως θα πει ο ίδιος: “Κανένας στην πόρτα δεν έλεγχε τη σεξουαλικότητα, το φύλο ή τη φυλή, απλά τύχαινε να γνωρίζω πολλά διαφορετικά άτομα”. Αν και ιδιωτικά parties με πρόσκληση, φρόντισε να μην τα περιορίσει βάζοντάς τους την gay ή οποιαδήποτε ταμπέλα: “Η Divine ερχόταν συχνά, αυτή σε ποια κατηγορία θα την κατέτασσες;”
Ο Mancuso ως ο αντισυμβατικός πρωτοπόρος της χορευτικής μουσικής πίστευε ότι το dancefloor αποτελεί την ουτοπία της ισότητας, χωρίς διασημότητες και ηγέτες και ζητούσε η μουσική στα parties του να είναι soulful, ρυθμική, γεμάτη από μηνύματα ελπίδας, λύτρωσης και περηφάνιας.

Dance A Little Bit Closer
Τα μεγάλα μουσικά φεστιβάλ της εποχής (βλ. Woodstock) που εισάγουν το solo χορό αντρών και γυναικών που κινούνται σε acid rock ρυθμούς και η κατάργηση του νόμου που απαγόρευε το χορό ανάμεσα σε άντρες το 1971, θα είναι οι καταλύτες για τη νέα μορφή κοινωνικού χορού. Ιδιαίτερα οι gay, συνηθισμένοι στις βόλτες για ψωνιστήρι, είναι οι πρώτοι που ανεβαίνουν με αυτοπεποίθηση στο disco dancefloor, γεγονός που θα αποτελέσει σταθμό στην αντρική ομοφυλοφιλική σεξουαλικότητα. Το “gay is good” μαζί με την σεξουαλική απελυθέρωση θα τους ενθαρρύνουν να επιδείξουν το σώμα τους ως αντικείμενο, να εκφράσουν την σεξουαλικότητά τους πιο ανοικτά και να οπτικοποιήσουν την ομορφιά του gayness μέσω του χορού. To disco dancefloor θα φιλοξενήσει και τις πιο ακομπλεξάριστες, ερωτικές φιγούρες Αφρο- και Λατινοαμερικανών με παράδοση στο χορό, αφού αρχίζουν να καταργούνται οι φυλετικά διαχωρισμένοι χώροι διασκέδασης. Οι γυναίκες – λεσβίες και straight – θα το προτιμήσουν με ενθουσιασμό, αφού μπορούν πλέον να διασκεδάσουν χωρίς το φόβο να τους επιτεθούν.
Στο disco dancefloor χορεύουν και επικοινωνούν πλέον όλοι, όλες και όλ@, με όλους, όλες και όλ@, με απόλυτη ελευθερία κινήσεων σε κάθε επίπεδο. Όπως θα πει ο Frankie Knuckles, πρωτεργάτης της house και θαμώνας του Loft, ‘Θα μπορούσες να χορεύεις μόνος σου και ξαφνικά θα ερχόταν να χορέψει μαζί σου η πιο όμορφη γυναίκα που έχεις δει. Το αμέσως επόμενο λεπτό θα εμφανιζόταν ένας πανέμορφος άντρας, για να κάνει ακριβώς το ίδιο. Ή θα χόρευες μεταξύ αυτών των δύο, ή μεταξύ δύο γυναικών, ή μεταξύ δύο αντρών και θα ένιωθες εξίσου άνετα’. Αν και οι discos έγιναν οι κατεξοχήν χώροι όλων των πιθανών ερωτικών συνδυασμών και σε κάποιες το σεξ επιτρεπόταν ελεύθερα (βλ. μπαλκόνια του Saint και Studio 54), σε καμία περίπτωση δεν ήταν ο πρωταρχικός σκοπός των χορευτών, αλλά κάτι που θα μπορούσε να τους συμβεί.
Η δυνατή μουσική που κυριαρχούσε στο χώρο, με το ρυθμό που διαπερνούσε και συγχρόνιζε αρμονικά και ερωτικά τις χορευτικές κινήσεις του disco κοινού, το μεταμόρφωναν σε μία άμορφη, ρευστή οντότητα και όπως θα το περιγράψει ο Ronald Bogue σε ένα σώμα χωρίς κέντρο, που βιώνεται εκστατικά, κατατονικά με ανύπαρκτη την προσωπική ένταση, αποκτώντας μία νέα υπόσταση με θετικό πρόσημο.

Turn The Beat Around
Ως όρος η ‘disco music’ εμφανίστηκε το 1973, για να προσδιορίσει την ανάμειξη διαφόρων άλλων μουσικών ειδών όπως R&B, soul, funk, gospel, salsa, χορευτική rock, αφρικανικές και ευρωπαϊκές κυκλοφορίες που έπαιζαν οι Djs στο Manhattan. Με τις επιλογές τους διαμόρφωναν ένα soundtrack που ενθάρρυνε την αβίαστη ρευστότητα και το αέρινο queerness. Αλλά και οι πρωτότυπες παραγωγές του είδους παντρεύουν στοιχεία από όλα αυτά τα είδη με την queer αισθητική. Ενώ το rock θα χαρακτηριστεί ως η αιώνια φαλλοκρατική μουσική, θα αναφέρει ο Richard Dyer, η disco επαναφέρει τον ερωτισμό σε ολόκληρο το σώμα – ανεξαρτήτου φύλου – χάρη στην προθυμία της να παίξει με το ρυθμό.
Η disco θα προσφέρει την ικανοποίηση μέσα από εμπειρίες όπου δεν υπάρχει διείσδυση. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα μεταξύ του ‘Drums of Passion’ του Olatunji και της διασκευής του Santana που το μετονόμασε σε ‘Jingo’. Η rock εκδοχή του Santana στηρίχθηκε στη φαλλοκεντρική ηλεκτρική κιθάρα και την αντρική φωνή, ενώ η πρωτότυπη του Olatunji έδωσε έμφαση στην πολυρυθμική αλληλεπίδραση μεταξύ χορωδιακών φωνητικών και κρουστών. O DJ του Sanctuary, Francis Grasso, συνήθιζε να μιξάρει τα δύο κομμάτια, για να συνειδητοποιήσει ότι το κοινό προτιμούσε του Olatunji, όπου δεν υπήρχε ο ήχος της ενοχλητικής κιθάρας. O Grasso θα είναι αυτός που θα εισάγει και την τεχνική του beatmatching, την αδιάλλειπτη μετάβαση από το ένα κομμάτι στο άλλο, κρατώντας σταθερό το ρυθμό και αλλάζοντας έτσι οριστικά τον τρόπο που παίζεται η μουσική στις discos και τα μετέπειτα clubs. Η πρακτική αυτή θα υιοθετηθεί γρήγορα από τους Νεοϋορκέζους Djs. Και θα το πάνε ένα βήμα παραπέρα: θα παίζουν ταυτόχρονα δύο αντίγραφα του ίδιου κομματιού, ώστε να επεκτείνουν τη διάρκεια του χορευτικού μέρους και να ξεσηκώσουν τα πλήθη. Έτσι θα εμφανιστεί στο δισκογραφικό προσκήνιο το 12ιντσο single, με περισσότερο ρυθμό, χορό και χάσιμο στη μουσική μίας νέας ηχητικής πραγματικότητας.
Το queerness στους στίχους της disco – που βασίστηκαν κυρίως σε ετεροκανονικά θέματα του R&B – θα αναδειχθεί από το πιστό gay κοινό. Τραγούδια όπως το “I Will Survive” της Gloria Gaynor, που αφορούν φαινομενικά μία straight αποτυχημένη σχέση, θα καθιερωθούν στην gay κοινότητα ως ύμνοι επιβίωσης και ενδυνάμωσης που έχει να αντιμετωπίσει τις επιθέσεις από τους ετεροφιλόφυλους αλλά και λίγο αργότερα το AIDS. Το ίδιο ακροατήριο θα απονείμει και τον πρωτοεμφανιζόμενο τίτλο της ντίβας σε όλες τις μαύρες γυναίκες τραγουδίστριες, με τις οποίες ταυτίζεται και μιμείται στα drag balls.

On & On
Η queer ατμόσφαιρα και πνεύμα της disco δεν έσβησε επειδή θα κάποιοι θα κάψουν μερικά βινύλια, τα αντίστοιχα τμήματα των δισκογραφικών θα κλείσουν και οι νέες κυκλοφορίες με το ταμπελάκι του συγκεκριμένουν είδους θα εξαφανιστούν. Eξαπλώθηκε σε ολόκληρο τον πλανήτη και μεταλλάχθηκε από τους gay θαμώνες της Loft – που θα την διαδώσουν ως άλλοι queer ευαγγελιστές της – σε house, acid house, italo-disco, garage, hip – hop, acid jazz, nu-disco.
H disco ήταν το μουσικό κίνημα που απελευθέρωσε τα απανταχού dancefloors και θεμελίωσε τις βασικές αρχές τους για αγάπη, ισότητα, αποδοχή με ρυθμό 4/4 και ιδρώτα.
Το παρόν άρθρο δημοσιεύθηκε στο 10ο τεύχος του περιοδικού Yusra.
Ακούς το σχετικό playlist του άρθρου εδώ.
Ακούς εκπομπή – αφιέρωμα στα gay anthems εδώ.
Οι πηγές:
Bogue, R. (2004) ‘Violence in three shades of metal’
Brewster B. & Broughton F. (1999) ‘Last Night a DJ Saved My Life’.
Dyer, R. (1995) ‘In defence of disco’.
Lawrence, T. (2011) ‘Disco and the Queering of the Dance Floor’.
Mankowski D. L. (2010) ‘Gendering the Disco Inferno: Sexual Revolution, Liberation, and Popular Culture in 1970s America’