Rhythm and Blues Music


Τo rhythm and blues ή αλλιώς R&B, είναι το είδος της λαϊκής μαύρης μουσικής που εμφανίστηκε και αναπτύχθηκε μεταξύ τα τέλη της δεκαετίας των ‘40s μέχρι τις αρχές των ‘60s. Συνδυάζοντας τη συναισθηματική ευθύτητα των blues και την ορχηστρική ένταση της jazz ήταν ο πρόγονος της soul, του rock & roll και του rockabilly. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε αρχικά από τις δισκογραφικές εταιρείες, χαρακτηρίζοντας τις ηχογραφήσεις που απευθύνονταν κυρίως στους Αφρο-Αμερικανούς αστούς. Ήταν η περίοδος που ‘μία εκλεπτυσμένη βασισμένη στη jazz και στη rock, με έναν έντονο και επίμονο ρυθμό, γινόταν όλο και πιο δημοφιλής.

Οι Μουσικές Ρίζες

Αν και η επικρατούσα άποψη των μουσικών κριτικών είναι ότι χρησιμοποιήθηκε ως όρος-ομπρέλα για να αγκαλιάσει πολλά είδη μαύρης μουσικής -εκτός gospel και κλασικής μουσικής- μουσικά το rhythm & blues είναι ο απόγονος των blues και πιο συγκεκριμένα των jump blues. Τα jump blues ήταν πιο γρήγορα blues, που έπαιζαν συνήθως τα μικρά συγκροτήματα και είχαν βάση τα πνευστά, με αναφορά στο swing, ένα ιδιαίτερα δημοφιλές είδος της δεκαετίας των ‘40s. Μάλιστα, κάποιοι θεωρούν ότι το rhythm & blues έκαναν την εμφάνισή τους, μόλις παρήκμασαν οι big bands και η jazz στράφηκε στα σόλο της bop.

Οι ορχήστρες rhythm & blues απαρτίζονταν συνήθως από έναν πρώτο τραγουδιστή ή μουσικό, όργανα που κρατάνε το ρυθμό (μπάσο, drums και συνδυασμός πιάνου,εκκλησιαστικού organ και ηλεκτρικής κιθάρας), ένα group φωνητικών και πνευστά. Ο ρυθμός είναι ίδιος ή τέλος πάντων παρόμοιος με τα blues, αλλά κυρίαρχο ρόλο εδώ παίζουν τα φωνητικά, που επαναλάμβαναν στίχους κατά τη διάρκεια ενός κομματιού, συμβάλλοντας έτσι και αυτά στο ρυθμό. Όλο αυτό το μουσικό σύνολο και ιδίως τα φωνητικά ενίσχυαν τα συναισθήματα έκστασης και έντασης, μαγεύοντας το ακροατήριο.

Και καθώς το κοινό εκστασιαζόταν, οι τραγουδιστές αν και συναισθηματικά φορτισμένοι λόγω των στίχων παρέμεναν ψύχραιμοι, χαλαροί και ωραίοι, ελέγχοντας την όλη κατάσταση. Οι ορχήστρες συνήθως ήταν ομοιόμορφα ντυμένες με κοστούμια ή και φόρμες. Οι στίχοι είχαν να κάνουν από τα πιο κοινότοπα θέματα της λαϊκής μουσικής (αγάπες, ερωτικές απογοητεύσεις), μέχρι την οπτική των blues τραγουδιών για την ανθρώπινη φύση.

Οι προπομποί του rhythm and blues προέρχονταν από τους κόσμους της jazz και των blues, που άρχισαν να έρχονται πιο κοντά κατά τα ‘30s. Ο τραγουδιστής και πιανίστας Leroy Carr ήταν ο πρώτος από τους μπλουζίστες του Delta του Mississippi, που ενσωμάτωσαν επιρροές από jazz και την πιο εκλεπτυσμένη αστική αισθητική. Αν και στις αρχές της δεκαετίας των ‘30s, μέχρι το θάνατό του το 1935, ο Carr ήταν μία από τις πιο ισχυρές φιγούρες των blues. Ο φωνακλάς των blues Big Joe Turner από το Kansas City συνεργάστηκε με τον πιανίστα Pete Johnson και άλλους μεγάλους της jazz όπως τον Benny Moten και Count Basie για να δημιουργήσουν ένα πληθωρικό, αισθησιακό και to create εορταστικό στυλ. Ο γεννημένος στο Texas, TBone Walker πρωτοτύπησε με το solo σε ένα νέο για την εποχή μουσικό όργανο, την ηλεκτρική κιθάρα. Ο τζαζίστας Illinois Jacquet, σε μία ηχογράφηση του Lionel Hampton, το 1941, «Flying Home« έπαιξε ένα συναισθηματικά φορτισμένο σόλο με το τενόρο σαξόφωνο, το οποίο έμελλε να γίνει το τυπικό μοντέλο για τα ορχηστρικά του rhythm and blues.

Ο Ορισμός

Πιο συγκεκριμένα την ονομασία την εισήγαγε για πρώτη φορά, ο Jerry Wexler του περιοδικού Billboard, για να αντικαταστήσει το χαρακτηρισμό ‘race music’, που προήλθε μέσα από την κοινότητα των μαύρων, ο οποίος μετά τον πόλεμο θεωρήθηκε ‘προσβλητικός’.

Όπως και να’χει ο όρος rhythm & blues άλλαζε συνεχώς νόημα. Μέχρι τις αρχές των ‘50s χαρακτήριζε τις ηχογραφήσεις των blues. Αρχές των ‘50s, μετά τη συμβολή τους στην εμφάνιση και εξέλιξη του rock and roll, αναφερόταν στα μουσικά είδη που ξεπήδησαν από τα electric blues, όπως επίσης και από τη gospel και τη soul. Μέχρι τα ‘70s, αγκάλιαζε τη γενική ορολογία για τη soul και τη funk. Τη δεκατιά των ‘80s, όταν εμφανίστηκε ένα νέο στυλ R&B, έγινε ευρέως γνωστή ως σύγχρονη R&B.

Η Γεωγραφική Προέλευση

Η μεταπολεμική εποχή είχε δημιουργήσει ένα εντελώς νέο μουσικό τοπίο, που ήταν συνδυαζόταν με νέα μαυρα ακροατήρια, νέα μαύρα μουσικά είδη και νέες αγορές για τη μουσική που θα τις εξυπηρετούσε μία νέα μουσική βιομηχανία. Υπήρχαν κοινωνικοί και τεχνολογικοί λόγοι για τις παραπάνω αλλαγές. Η εσωτερική μετανάστευση των μαύρων προς το Los Angeles, New York, Chicago και Detroit, σε πόλεις δηλαδή με υγιή οικονομία, δημιούργησε μία συμπαγή εργατική τάξη με αρκετό διαθέσιμο εισόδημα και μία εντελώς διαφορετική κοινωνική δυναμική. Μπορεί η παραγωγή δίσκων να είχε μειωθεί δραστικά κατά τη διάρκεια του πολέμου, ωστόσο η τεχνολογία που αναπτύχθηκε ακριβώς μετά, έδωσε αμέτρητες ευκαιρίες για επιχειρηματική δράση στη μουσική βιομηχανία. Η ανάπτυξη της ταινίας σήμαινε ότι ο οποιοσδήποτε μπορούσε να έχει στούντιο ηχογραφήσεων και η δισκογραφία δεν έμενε πλέον στα χέρια λίγων εταιρειών. Έτσι νέοι και πρωτοπόροι μουσικοί ξεκίνησαν να ηχογραφούν μουσική για ένα ανυπόμονο κοινό. Η μουσική πλέον παιζόταν από επαγγελματίες πλέον μουσικούς, που δούλευαν μόνοι τους ή σε συγκροτήματα.

Οι ερμηνευτές του νέου είδους, rhythm and blues των ‘40s, ήταν ένα φαινόμενο των νέων ανεξάρτητων δισκογραφικών εταιρειών. Πολλές από αυτές τις εταιρείες βρισκόντουσαν στους πόλους έλξης διασκέδασης όπως Νέα Υόρκη και Los Angeles, αλλά φυσικά πάντα υπήρχαν και οι τοπικές.Ιδιοκτήτες του ήταν κυρίως λευκοί επιχειρηματίες που προσέφεραν υπηρεσίες στη μαύρη κοινότητα των πόλεων και που είδαν τις δυνατότητες εμπορικής εκμετάλλευσης της λαϊκής μουσικής. Καθεμία από τις εταιρείες αυτές συνέβαλε με το δικό της τρόπο στην εξέλιξη του rhythm and blues.

Από τις πρώτες και σημαντικότερες εταιρείες ήταν η ανεξάρτητη Savoy, που ιδρύθηκε το 1942. Ιδρυτής της ήταν ο Νεοϋορκέζος και ιδιοκτήτης δισκοπωλείου, Herman Lubinsky. Η Savoy ήταν μία από τις μοναδικές εταιρείες που εξειδικεύτηκε στα δύο πιο πρωτοποριακά μαύρα μουσικά είδη των  ‘40s: τη bebop κα το rhythm and blues.

Στο Los Angeles οι δύο μεγάλες ανεξάρτητες ήταν οι Imperial και Specialty. Η Imperial, του παραγωγού Lew Chudd, κατέληξε  κυρίαρχη, όταν ο Chudd άρχισε να αναζητά τα ταλέντα του στη Νέα Ορλεάνη και τελικά άλλαξε το ύφος του rhythm and blues, υπογράφοντας με τον Fats Domino. Η πιο σημαντική όμως εταιρεία-γέφυρα με τη Νέα Ορλεάνη του Los Angeles ήταν η Specialty Records του Art Rupe. Ο Rupe, που ξεκίνησε την εταιρεία του το 1946, άρχισε ηχογραφώντας jump blues ορχήστρες όπως τους Joe Liggins and the Honeydrippers και τον Percy Mayfield, ένας πολύ καλός τραγουδιστής, αλλά και κορυφαίος στιχουργός.

Η Chess Records συστήθηκε στο Chicago το 1947 από δύο αδέρφια, τους Leonard και Phil Chess. Βασίστηκε σε ένα διαφορετικό μουσικό είδος: στους μπλουζίστες με καταγωγή το Delta και ηλεκτρικό ήχο, που μετανάστευσαν στο Βορρά από το Mississippi. Τα κοινά του Chicago, όπως και άλλα μεταπολεμικά κοινά από μαύρους των πόλεων, ήταν προετοιμασμένα για κάτι καινούργιο και πιο ζωντανό από τα παραδοσιακά blues που άφησαν πίσω τους στο Νότο. Αναζητούσαν τον πληθωρικό ήχο των jump blues και το δυνατό, ηλεκτρικό ήχο που μπορούσε να ακουστεί στα nightclubs, όπου σύχναζαν. Ωστόσο ήταν τόσο πρόσφατη η μεταναστευσή τους, που ήθελαν και μουσική να τους θυμίζει τις ρίζες τους. Οι πιο πετυχημένοι καλλιτέχνες της εποχής ήταν αυτοί που μπορούσαν να υιοθετήσουν το ύφος των country blues στη δομή των συγκροτημάτων των jump. Οι κυριότεροι εκπρόσωποι του είδους ήταν ο Muddy Waters, που έστησε ορχήστρες με ιδιοφυείς μουσικούς όπως τους Little Walter, Jimmy Rogers, Otis Spann και Fred Below.

Τα αδέρφια Chess εκμεταλλεύτηκαν το απέραντο ταλέντο του παραγωγού-στιχουργού Willie Dixon και άρχισαν να αποκτούν κυρίως τους καλύτερους καλλιτέχνες rhythm and blues του Chicago. Ο Muddy Waters ηχογράφησε πρώτη φορά μαζί τους το 1950, τραγουδώντας παραδοσιακά blues, με τη συνοδεία ενός μόνο μπάσου. Ο Waters ήταν το πρότυπο και το κλασικό παράδειγμα των Chicago blues. Άλλοι πετυχημένοι rhythm and blues καλλιτέχνες της Chess ήταν οι Howlin’ Wolf και Little Walter. Αυτοί οι καλλιτέχνες δεν έκανα ποτέ επιτυχία σε άλλο κοινό πέρα από αυτό των μαύρων ή τουλάχιστον μέχρι το 1950. Αποτέλεσαν όμως τις πιο βαθιές επιρροές για τους Βρετανούς rockers των ’60s και των guitar rock bands των ’70s.

Η κορυφαία όμως δισκογραφική εταιρεία ήταν αδιαμφισβήτητα η Atlantic. Ιδρύθηκε το 1948 από δύο Τούρκους, τον Ahmet και Nesuhi Ertegun και τον Herb Abrahamson και οι οποίοι κατάφεραν να κυριαρχήσουν τόσο στο rhythm and blues, όσο και στο rock ‘n’ roll. Το μειονέκτημα της Atlantic μετατράπηκε στο μεγαλύτερό της πλεονέκτημα. Επειδή δεν υπήρχε παράδοση στα blues στη Νέα Υόρκη, τα αδέρφια Ertegun ήταν υποχρεωμένοι να την εφεύρουν. Συνεργάστηκαν με έναν καταπληκτικό μαύρο παραγωγό, ονόματι Jesse Stone, που έβαλε τους τζαζίστες της 52nd street, να δημιουργήσουν έναν εκλεπτυσμένο αλλά μπλουζίζον ήχο που έμελλε να επαναπροσδιορίσει τη μουσική στην Αμερική.

Το πρώτο μεγάλο αστέρι της Atlantic ήταν η Ruth Brown, μία jazz-pop ερμηνεύτρια που είπε στον Ahmet Ertegun όταν ξεκίνησε η συνεργασία τους, «Δε μου αρέσουν τα blues». Αλλά το pop-blues ύφος της, ταίριαζε απόλυτα στο μοντέρνο νεοϋορκέζικο κοινό και στους λευκούς νεαρούς που μόλις είχαν αρχίσει να ακούν rhythm and blues. Αυτή και η Lavern Baker, υπέγραψαν συμβόλαιο το 1954 και έγιναν οι δύο μεγαλύτερες ερμηνεύτριες του R&B.

Η Εξέλιξη

1940′s

Ο πιο γνωστός εκπρόσωπος του είδους και για πολλούς ο μουσικός που έσπρωξε τα blues προς την κατεύθυνσή του rhythm & blues είναι Louis Jordan. Ο Jordan -που κληρονόμησε την ορχήστρα του το 1938- μίκρυνε το μέγεθος των συνηθισμένων πολυπληθών swing ορχηστρών, επικεντρώθηκε στο χορευτικό ρυθμό (the «shuffle») και τραγούδησε για τη σκληρή ζωή των μαύρων με σχεδόν ειρωνικό ύφος. Το 1948, ο Jordan κυριαρχούσε στο top five των R&B charts με τρία κομμάτια, δύο εκ των οποίων βασίζονταν σε ρυθμούς του boogie-woogie, το οποίο θα γινόταν της μόδας κατά τη δεκαετία του ’40. Η ορχήστρα του Jordan, the Tympany Five, συνίστατο από τον ίδιο στο σαξόφωνο και τα φωνητικά, τρομπέτα, τενόρο σαξόφωνο, πιάνο, μπάσο και drums. Την cool μουσική του Jordan ακολουθούσαν εκείνη την εποχή και οι Big Joe Turner, Roy BrownBilly Wright και Wynonie Harris, η οποία χαρακτηρίζεται και ως jump blues. Τότε είναι που ο Wynonie Harris διασκευάζει το κομμάτι του Roy Brown, «Good Rockin’ Tonight» και φτάνει στο Νο2 των charts.

Το 1949, ο όρος «Rhythm and Blues» αντικαθιστά την κατηγορία  Harlem Hit Parade του περιοδικού Billboard. Τον ίδιο χρόνο, ηχογραφήθηκε το «The Huckle-Buck», από το σαξοφωνίστα Paul Williams, και έγινε το Νο1 R&B κομμάτι, παραμένοντας στην κορυφή των charts για σχεδόν έναν ολόκληρο χρόνο. Ο Paul Williams και το συγκρότημά του οι Hucklebucker είχαν ιδιαίτερα  επεισοδιακές εμφανίσεις, οι οποίες πολύ συχνά σταματούσαν στη μέση. Οι στίχοι τους είχαν σεξουαλικά υπονοούμενα και μάλιστα ένας έφηβος από τη Philadelphia είπε ότι «Αυτός ο Hucklebuck είναι ένας πολύ βρώμικος χορός».

Αρχές με μέσα 1950s

Ο Johnny Otis, που ανήκε στη Newark, New Jersey-θυγατρική της Savoy Records- ηχογράφησε αρκετά R&B hits το 1951, συμπεριλαμβανομένου και των «Double Crossing Blues», «Mistrustin’ Blues» και «Cupid’s Boogie», που έγιναν όλα μεγάλες επιτυχίες. Συνολικά είχε δέκα top ten επιτυχίες εκείνη τη χρονιά. Οι Clovers, ένα φωνητικό τρίο που είχε ένα χαρακτηριστικό συνδυασμό από blues και gospel, έκανε Νο5 την ίδια χρονιά το «Don’t You Know I Love You». Τότε ήταν που ο DJ Alan Freed ξεκίνησε μία μεταμεσονύκτια ραδιοφωνική εκπομπή με τίτλο «The Moondog Rock Roll House Party» σε ραδιοφωνικό σταθμό στο Cleveland του Ohio. Η εκπομπή του Freed είχε χορηγό τον Fred Mintz, ιδιοκτήτη ενός R&B δισκοπωλείου με αποκλειστικά μαύρη πελατεία. Ο Freed σε αυτή την εκπομπή άρχισε να αναφέρεται στο rhythm and blues ως rock and roll.

Το 1951, κάνει την εμφάνισή του ο Little Richard Penniman με ηχογραφήσεις για την RCA Records, με jump blues ήχο. Ωστόσο ολόκληρος ο κόσμος θα μάθαινε τον Little Richard και το funky rhythm and blues ήχο του μετά το 1954, όταν τον ανακάλυψε η Specialty Records. Το 1955 ήταν η χρονιά που η φήμη του εκτοξεύθηκε και ο ορισμός του rock ‘n’ roll κατέφθασε με τις επιτυχίες του, ξεκινώντας με το «Tutti Frutti« και το «Long Tall Sally«, που αργότερα θα επηρέαζαν καλλιτέχνες όπως το James Brown, Elvis Presley και Otis Redding.

Τα ’50s, το R&B κυριαρχούσε με ερμηνευτές όπως το Ray Charles και τη Ruth Brown, όπως επίσης και συγκροτήματα όπως the Drifters και the Coasters. Τελικά το R&B μεταμορφώθηκε σε soul, πιο χαλαρή και funky από το δυναμισμό του R&B.

Μεταξύ 1951 και 1954 ,η Ruth Brown έφτανε κάθε χρόνο στο top 5: «Teardrops from My Eyes«, «Five, Ten, Fifteen Hours», «(Mama) He Treats Your Daughter Mean» και «What a Dream». Το 1953, η R&B πρωτότυπη και αυθεντική εκδοχή του «Hound Dog» του  Willie Mae Thornton έφτασε το Νο3.

Ο συμπαθής χοντρούλης Fats Domino εμφανίζεται στο αφιλόξενο για μαύρους top 30 των pop charts μεταξύ 1952 και 1953 και αργότερα στο top 10 με το «Ain’t That a Shame». Ο Ray Charles γίνεται γνωστός σε όλη την Αμερική το 1955 με το «I Got a Woman».ο Big Bill Broonzy είχε δηλώσει χαρακτηριστικά για τη μουσική του Charles: «Ανακατεύει τα blues με τα spirituals… Ξέρω πολύ καλά, ότι αυτό δεν είναι σωστό».

Στην Chess Records την άνοιξη του 1955 το ντεμπούτο του Bo Diddley, «Bo Diddley»/»I’m A Man» σκαρφάλωσε στο Νο2 στα R&B charts και απογείωσε τον αυθεντικό ήχο του rhythm and blues toy Diddley, που λίγο αργότερα θα γινόταν η βάση του rock and roll.

Με την υποστήριξη του Leonard Chess της Chess Records, ο Chuck Berry »πείραξε’ ένα χαζό-country κομμάτι με τεράστια ιστορία και τίτλο «Ida Red«. Το αποτέλεσμα ήταν το «Maybellene» να γίνει το Νο3 στα R&B charts το 1955, αλλά και να μπει στα top 30 των pop charts. Ο Alan Freed, που μετακόμισε πια στη Νέα Υόρκη και είχε μεγαλύτερο κοινό, βοήθησε το δίσκο να γίνει πασίγνωστο και στους λευκούς έφηβους. Ο Freed βέβαια δεν το έκανε γιατί είχε εκτιμήσει την καλλιτεχνική αξία του Berry, αλλά γιατί οι παραγωγοί του είχαν τάξει μερίδιο από τα κέρδη τους, κοινή τακτική για εκείνη την εποχή.

Τέλη 1950s

Το 1956, πραγματοποιήθηκε μία περιοδεία με τους R&B «Top Stars of ’56», με επικεφαλής τους Al HibblerFrankie Lymon and the Teenagers και τον Carl Perkins, του οποίου τα «Blue Suede Shoes» ήταν ιδιαίτερα δημοφιλή στους ‘πελάτες’ της R&B. Μερικοί από τους ερμηνευτές που συμπλήρωναν τη λίστα ήταν οι Chuck Berry, Cathy CarrShirley & Lee, Della Reese, the Cleftones και the Spaniels με την ορχήστρα του Illinois Jacquet, Big Rockin’ Rhythm Band. Στην Columbia η συναυλία κατέληξε σε μάχη, όταν ο Perkins άρχισε το πρώτο τραγούδι του τελευταίου μέρους. Ο Perkins δήλωσε τότε, «Ήταν επικίνδυνα. Πολλά παιδιά τραυματίστηκαν.  η μουσική τα τρέλαινε». Στην Annapolis 70,000 άνθρωποι προσπαθούσαν να παρακολουθήσουν μία sold out συναυλία με 8,000 θέσεις. Οι δρόμοι παρέμειναν κλειστοί για επτά ολόκληρες ώρες.

Και οι κινηματογραφιστές θέλησαν να εκμεταλλευτούν τη δημοτικότητα των «rhythm and blues» μουσικών ως «rock n roll» μουσικών στις αρχές του 1956. Οι Little Richard, Chuck Berry, Fats Domino, Big Joe Turner, The Treniers, The Platters, The Flamingos εμφανίστηκαν και στη μεγάλη οθόνη.

Δύο δίσκοι του Elvis Presley ανέβηκαν στο R&B top five το 1957: «Jailhouse Rock»/»Treat Me Nice» στο Νο1 και το «All Shook Up» στο Νο5, με πρωτοφανή αποδοχή ενός μη Αφρο-Αμερικανού καλλιτέχνη σε μία μουσική κατηγορία που ήταν αποκλειστικά και μόνο για μαύρους καλλιτέχνες.

Το 1959, δύο δισκογραφικές μαύρων ιδιοκτητών, εκ των οποίων η μία θα γινόταν μεγάλη και τρανή, μπαίνουν στο μουσικό προσκήνιο: η Sar του Sam Cooke και η Motown Records του Berry Gordy.

Ο λευκός αρχηγός των Bill Black Combo, Bill Black, ο οποίος βοήθησε τον Elvis Presley στο ξεκίνημά του, ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στους μαύρους μουσικόφιλους. Το 90 τοις εκατό των πωλήσεών του ήταν από μαύρους ακροατές και το κομμάτι του «Smokey, Part 2» (1959) ανέβηκε το στο Νο1 στα charts της μαύρης μουσικής. Μάλιστα κάποιο του είπαν ότι «πολλοί ραδιοφωνικοί σταθμοί νομίζουν ότι είστε συγκρότημα μαύρων, επειδή ο ήχος σας είναι μαύρος και funky». Ο λόγος ήταν επειδή η Hi Recordsδεν έβαζε τη φωτογραφία του group στους πρώτους δίσκους τους.

1960s και αργότερα

Το Νο5 hit «Chain Gang», του Sam Cooke είναι ενδεικτικό R&B το 1960, όπως ακριβώς και το Νο5 hit «The Twist»του Chubby Checker . Από τις αρχές των ’60s, η μουσική βιομηχανία που ήταν γνωστή ως rhythm and blues, τώρα ονομαζόταν soul και η αντίστοιχη των λευκών ως blue eyed soul. Η Motown Records είχε το πρώτο της μεγάλο σε πωλήσεις single (ένα εκατομμύριο) το 1960 με το «Shop Around» των The Miracles, ενώ το 1961 η Stax Records είχε την πρώτη της επιτυχία με το «Gee Whiz! (Look at His Eyes)» της Carla Thomas. Η επόμενη επιτυχία της Stax, το ορχηστρικό «Last Night» των Mar-Keys (1961) εισήγαγε τον πιο σκληρό ήχο της Memphis soul.

Στις αρχές τουλάχιστον των ’60s, η soul μουσική παρέμεινε κοντά στις ρίζες της, δηλαδή το R&B. Ωστόσο οι διαφορές μεταξύ των κέντρων που παρήγαγαν μουσική ήταν σημαντικές ώστε το είδος να μετεξελιχθεί και να γεννήσει έτσι και άλλα, όλα όμως με αρχή εκκίνησης το κλασικό R&B και τις παραδοσιακές blues, gospel & jazz μουσικές.

Πηγές: Answers.com, Allmusic.com, Wikipedia, Findarticles.com